μισολογία

μισολογία
μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος]
1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι' ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.)
2. αποστροφή προς τις συναναστροφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισολογία — μῑσολογίᾱ , μισολογία hatred of argument fem nom/voc/acc dual μῑσολογίᾱ , μισολογία hatred of argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισολογίᾳ — μῑσολογίαι , μισολογία hatred of argument fem nom/voc pl μῑσολογίᾱͅ , μισολογία hatred of argument fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισολογίας — μῑσολογίᾱς , μισολογία hatred of argument fem acc pl μῑσολογίᾱς , μισολογία hatred of argument fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Misology — [note 1] is defined as the hatred of reasoning; the revulsion or distrust of logical debate, argumentation or the Socratic elenchus. As such, it can also be used to mean anti intellectualism in general. In Plato’s Phaedo, Socrates defines… …   Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μισολογίαν — μῑσολογίᾱν , μισολογία hatred of argument fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”